- υφαλοχαράδρα
- η(γεωγρ.), μακρόστενη κοιλότητα του θαλάσσιου βυθού με απόκρημνες πλευρές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υφαλοχαράδρα — η, Ν επιμήκης και στενή κοιλότητα τού θαλάσσιου βυθού με απόκρημνες πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύφαλος + χαράδρα] … Dictionary of Greek
Κάρπαθος — I Νησί (301,17 τ. χλμ., 5.750 κάτ.) του νοτιοανατολικού Αιγαίου. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, 25 ναυτικά μίλια ΝΔ της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον νομό Δωδεκανήσου. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη κωμόπολη, η … Dictionary of Greek